Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἰστροπλὴξ δ

См. также в других словарях:

  • οιστροπλήξ — οἰστροπλήξ, πλῆγος, ὁ, η (Α) (ποιητ. τ.) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, μανιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ονειρο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • οἰστροπλήξ — οἰστροπλή̱ξ , οἰστροπλήξ stung by a gadfly masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστροπλῆγα — οἰστροπλήξ stung by a gadfly masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστροπλῆγας — οἰστροπλήξ stung by a gadfly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστροπλῆγος — οἰστροπλήξ stung by a gadfly masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιπλήξ — ἀμφιπλήξ ( ῆγος), ο, η (Α) 1. (για ξίφη) αυτός που πλήττει, που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος 2. (κατάρα) που εκτοξεύεται από πατέρα και μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλήξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. ἁλιπλήξ, οἰστροπλήξ,… …   Dictionary of Greek

  • οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»